Διεκδικώ χωρίς να συγκρούομαι

Έλενα Χατζηγέρου, Σχολική Ψυχολόγος

Γιατί συγκρούεται το παιδί μου

Τα παιδιά είναι πολύ φυσιολογικό να συγκρούονται, ακριβώς όπως είναι φυσιολογικό να συγκρούονται οι ενήλικες. Η σύγκρουση είναι ο τρόπος για να δείξει το παιδί ότι διαφωνεί με μια συνθήκη ή κατάσταση και ότι επιθυμεί κάτι να αλλάξει.  Ως αντίδραση, η σύγκρουση είναι επιθυμητή διότι δείχνει ότι το παιδί έχει άποψη, ότι έχει δικές του επιλογές και ότι τις διεκδικεί.  Η διεκδίκηση είναι σημαντική δεξιότητα στη ζωή του ατόμου, έτσι που να αγωνίζεται για να προστατέψει τον εαυτό του και τα δικαιώματά του, καθώς και για να κερδίσει αυτά που θεωρεί ότι του αναλογούν στη ζωή.

Πότε είναι οι συγκρούσεις αρνητικές

Οι συγκρούσεις θεωρούνται αρνητικές όταν γίνονται με μη αποδεχτό κοινωνικό τρόπο, όταν παραβιάζουν τα δικαιώματα των άλλων ή όταν βάζουν το άτομο σε κίνδυνο.  Δηλαδή όταν εκδηλώνονται με τη χρήση σωματικής, λεκτικής ή ψυχολογικής βίας και όταν ο στόχος αφορά στην παράλογη διεκδίκηση αιτημάτων.  Αν για παράδειγμα, το παιδί απαιτεί να παρακολουθήσει τηλεόραση για πολύ περισσότερο χρόνο από ότι θεωρεί ο γονέας ως επιτρεπτό για την ηλικία του και για να το πετύχει, αρχίζει να πετά ή να σπάει αντικείμενα, ή να χτυπά.  Άλλα παραδείγματα αφορούν σε περιπτώσεις όπου το παιδί επιμένει να γίνει το δικό του χωρίς επιθυμία συμβιβασμού, όταν βρίζει ή απειλεί, όταν πιάνεται στα χέρια με άλλα παιδιά, όταν αρνείται πεισματικά να συνεργαστεί και όταν είναι έντονα ανυπάκουο.

Με ποιον συνήθως συγκρούεται το παιδί

Με οποιονδήποτε βρίσκεται, κατά την άποψή του, στην αντίπερα όχθη και δεν του δίνει αυτό που επιθυμεί.  Το άτομο αυτό είναι συνήθως ο γονέας ο οποίος αναμένεται να ελέγχει και να αποφασίζει αν θα παρέχει ή όχι, αυτό που απαιτεί το παιδί.  Κατά όμοιο τρόπο, το παιδί είναι πιθανόν να συγκρούεται και με οποιονδήποτε άλλο ενήλικα ο οποίος έχει κάποιας μορφής έλεγχο ή εξουσία απέναντί του, ή με άλλα παιδιά που διεκδικούν τα ίδια πράγματα.

Από πού μαθαίνει το παιδί τον τρόπο και το λόγο σύγκρουσης

Το πώς συγκρούεται το παιδί και οι λόγοι για τους οποίους θα συγκρουστεί, όπως όλες οι συμπεριφορές, μαθαίνεται αρχικά από το περιβάλλον, δηλαδή από τα άτομα που βρίσκονται γύρω του και το καθοδηγούν με λεκτικές ή μη λεκτικές οδηγίες, καθώς επίσης και με το παράδειγμά τους. Πιο συγκεκριμένα, το παιδί παρακολουθεί τον τρόπο με τον οποίο αντιδρούν οι σημαντικοί άλλοι στη ζωή του όπως οι γονείς, τα μεγαλύτερα αδέρφια, οι παππούδες/γιαγιάδες, οι δάσκαλοι, οι φίλοι τους κ.ο.κ.  Οι αντιδράσεις αυτές τυγχάνουν εσωτερικής επεξεργασίας και μεταφράζονται σε συμπεριφορά. Άρα αν παρακολουθούν ένα από αυτά τα άτομα να έχει παράλογα και άδικα αιτήματα ή να αντιδρά επιθετικά/βίαια σε μια αντιπαράθεση, τότε πιθανόν να μιμηθούν την ίδια συμπεριφορά σε μια δική τους σύγκρουση. 

Οι λόγοι για τους οποίους το παιδί θα μπει σε αντιπαράθεση, εκκινούν από το βασικό πυρήνα αντίληψης που έλαβε από την οικογένεια για το τι είναι σωστό και τι λάθος. Ακολούθως, όταν το παιδί καταγράψει μια συνθήκη ως αρνητική, θα νοιώσει κάποια συναισθήματα όπως αυτό της λύπης, της απογοήτευσης και τελικά του θυμού. Ο θυμός θα αποτελέσει την κινητήρια δύναμη αντίδρασης και θα εκδηλωθεί με συγκεκριμένη συμπεριφορά.  Αν λοιπόν, το παιδί γνωρίζει θετικούς τρόπους διαχείρισης του θυμού του, όπως την έκφραση των συναισθημάτων και την επικοινωνία, τότε η έκβαση της σύγκρουσης πιθανόν να είναι ομαλή έως και εποικοδομητική. Αν από την άλλη, το παιδί γνωρίζει μόνο αρνητικούς τρόπους αντίδρασης, τότε η σύγκρουση θα έχει προβληματική έως καταστροφική εξέλιξη.

Θυμωμένοι γονείς έχουν θυμωμένα παιδιά και αυτά με τη σειρά τους θα είναι οι επόμενοι θυμωμένοι γονείς κ.ο.κ. Οι θυμωμένοι και κακοποιητικοί γονείς παίζουν τεράστιο ρόλο στην ανάπτυξη αντικοινωνικών και παραβατικών συμπεριφορών. Αποτελούν μοντέλο συμπεριφοράς ως προς το πώς το παιδί συναναστρέφεται με τους άλλους.

 

Θυμός και Συναναστροφή με Συνομήλικους

Όσο καλύτερα συναλλάσσεται ένα παιδί με συνομήλικούς του, τόσο καλύτερες θα είναι οι σχέσεις του αργότερα στη ζωή. Οι πρώτες ενδείξεις για την ικανότητα διαχείρισης των συναισθημάτων και της ανάπτυξης φιλικών ισορροπημένων σχέσεων, διαφαίνεται από τα χρόνια του νηπιαγωγείου. Οι έρευνες δείχνουν ότι παιδιά που παρουσιάζουν δυσκολίες ελέγχου του θυμού και του τρόπου σύγκρουσης σε πρώιμη ηλικία, παρουσιάζουν αυξημένο δείκτη παραβατικότητας και χαμηλότερες σχολικές επιδόσεις.

Πώς προκύπτει η σύγκρουση

Για να βοηθήσουμε το παιδί να ρυθμίσει θετικά την αντίδρασή του, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται η ανθρώπινη συμπεριφορά σε γεγονότα ή προκλήσεις που είναι δυνατόν να πυροδοτήσουν το συναίσθημα του θυμού και της σύγκρουσης. Στο σχολείο για παράδειγμα μπορεί  αυτό να αφορά σε δυσκολίες στο μάθημα, απρόσμενες αλλαγές, κοροϊδία, ένταση με άλλα παιδιά ή το δάσκαλο κ.ο.κ, ενώ στο σπίτι  μπορεί να σχετίζεται με έλλειψη ορίων, ανταγωνιστικές σχέσεις με αδέρφια, αμφισβήτηση για το βαθμό αγάπης, αξίας και ασφάλειας ή λανθασμένη ερμηνεία προθέσεων κ.ο.κ.

 

Ο τρόπος λειτουργίας της σύγκρουσης – Η καμπύλη του θυμού

Ένα γεγονός, ακόμη και μικρό, είναι αρκετό για να πυροδοτήσει στο άτομο το μηχανισμό άμυνας ή επίθεσης.

Στο στάδιο της πυροδότησης, το παιδί ερμηνεύει εξωτερικούς παράγοντες ως απειλητικούς και ότι κινδυνεύει να χάσει ή να μην πετύχει αυτό που θέλει. Σε αυτό το στάδιο, μπορούμε ακόμη να αποτρέψουμε την κλιμάκωση της έντασής του, μιας και δεν έχουν ενταθεί οι συναισθηματικές και σωματικές αντιδράσεις που συνοδεύουν τη γνωστική αντίληψη των γεγονότων. Σε αυτό το στάδιο το παιδί μπορεί ακόμη να υπακούσει σε οδηγίες. Αν όμως η κατάσταση δεν ελεγχθεί/τερματιστεί, τότε ραγδαία κλιμακώνεται.

Στη Φάση Κλιμάκωσης,  το σώμα και το μυαλό λειτουργούν αποκλειστικά για την ετοιμασία εισόδου σε μάχη. Εδώ υπάρχει μικρότερο περιθώριο το παιδί να υπακούσει σε οδηγίες. Σε αυτό το στάδιο το παιδί αρχίζει να διαπληκτίζεται, αρνείται να συνεργαστεί, γίνεται προκλητικό προς τον γονιό ή άλλο ενήλικα και ανυπάκουο. Στη Φάση Έντασης, το παιδί αρνείται οποιαδήποτε συνεργασία και γίνεται εμφανέστερα επιθετικό, ενώ στη Φάση Κρίσης/Κορύφωσης Έντασης, η οποία είναι συνήθως μικρής διάρκειας, γίνεται το ξέσπασμα, η συμπεριφορά του παιδιού είναι εκτός ελέγχου και μπορεί να εκφράζεται με σωματική βία, αυτοτραυματισμό, καταστροφή αντικειμένων, ανεξέλεγκτο κλάμα και φωνές. Το παιδί είναι σχεδόν ανίκανο να ακούσει οδηγίες, να αλλάξει τη συμπεριφορά του ή να σκεφτεί τη ζημιά που μπορεί να κάνει στον εαυτό του και στους άλλους.

Στη Φάση Αποκλιμάκωσης, ο θυμός αρχίζει να καταλαγιάζει, όμως επειδή υπάρχει υπερευαισθησία, το άτομο είναι ακόμη ευάλωτο και υπάρχει πιθανότητα νέου κύκλου θυμού. Αν δεν υπάρξει άλλο επεισόδιο, το σώμα επανέρχεται με αργούς ρυθμούς (μπορεί να χρειαστεί και 48 ώρες) στη φυσιολογική του κατάσταση. Στη Φάση Επαναφοράς, το παιδί είναι πιθανό να νοιώσει αισθήματα λύπης και μεταμέλειας. Εδώ είναι σημαντικό η παρέμβασή μας να στοχεύσει στη μεταμέλεια για τη συμπεριφορά και όχι στην ενοχοποίηση γιατί οποιοδήποτε πλήγμα στην προσωπική εικόνα του παιδιού, είναι πιθανό να το βάλει σε άμυνα και ως εκ τούτου να διατηρήσει το θυμό και την επιθετικότητά του. Οι παρεμβάσεις που αφορούν σε συμπεριφορές και όχι επίθεση προς το πρόσωπο, έχουν υψηλές πιθανότητες επιτυχίας ως προς τα θέματα μεταμέλειας, διόρθωσης και επανόρθωσης.

 

Πρόληψη και Αντιμετώπιση της Σύγκρουσης και Διαχείριση του Θυμού

Ο καλύτερος τρόπος διαχείρισης του θυμού και της σύγκρουσης, είναι πρωτίστως η πρόληψη.  Για να προλάβουμε τις αρνητικές αντιδράσεις στο παιδί, στοχεύουμε στην ανάπτυξη των πιο κάτω:

  1. Στην ικανότητά του να συναναστρέφεται και να συναλλάσσεται με άλλα παιδιά.  Μέσα από το παιγνίδι και τις οργανωμένες δραστηριότητες, θα μάθει να μοιράζεται, να αναγνωρίζει και να ακολουθεί κανόνες και πλαίσιο, να αντιλαμβάνεται και να σέβεται τις επιθυμίες των άλλων.
  2. Στην αναγνώριση και εξωτερίκευση συναισθημάτων με κοινωνικά αποδεκτό τρόπο. Μέσα από την καθημερινή επαφή, τη ζεστή σχέση αποδοχής και την επικοινωνία, το παιδί θα ενθαρρυνθεί να εκφράζεται, να λεκτικοποιεί τις απαιτήσεις του, να αποδέχεται την άρνηση, τη διαφορετική θέση και ότι δεν υπάρχει μονοπώλιο επιθυμιών. Ουσιαστικά ενθαρρύνουμε το παιδί να αναπτύξει διαπραγματευτικές ικανότητες, να προτείνει λύσεις, να συμβιβάζεται  και να αποδέχεται ότι το καλό κέρδος είναι το κέρδος για όλους. Είναι εξίσου σημαντικό να διδάξουμε στο παιδί ότι το να μην πετυχαίνει πάντα αυτό που θέλει, δεν είναι το τέλος του κόσμου αλλά κάτι που μπορεί να συμβεί σε όλους μας.  Αν το μάθουμε να αντέχει στην απογοήτευση και στην ήττα, τότε το διδάσκουμε να αναγνωρίζει τη μεγάλη αξία της προσπάθειας και να αγαπά τον ηττημένο του εαυτό.
  3. Στην καθοδήγηση του παιδιού μέσα από το δικό μας παράδειγμα.  Επειδή οι συμπεριφορές καθρεφτίζονται από τα παιδιά, καλούμαστε να εκφραζόμαστε και να συμπεριφερόμαστε με συνειδητοποιημένο τρόπο και όχι αυθαίρετα.  Προσέχουμε δηλαδή πώς αντιδρούμε, τα σχόλια που κάνουμε, τις λέξεις που χρησιμοποιούμε, την έντασή μας, την ανοχή και τον βαθμό ευγένειας.  Κομβικό σημείο αποτελεί η αντίδρασή μας σε ώρα κρίσης, π.χ. όταν συμβεί μια ανατροπή και αναστατωνόμαστε. Αν αυτές τις στιγμές, διατηρούμε τον έλεγχο στη συμπεριφορά μας, αυτό καταγράφεται ως μια πολύ σημαντική πληροφορία στον ψυχικό κόσμο και στις εμπειρίες του παιδιού για τον καταλληλότερο τρόπο αντίδρασης.
  4. Άλλοι γρήγοροι τρόποι για αποφυγή της σύγκρουσης:
  • Απόσπαση προσοχής
  • Αλλαγή στη δραστηριότητα που κάνει
  • Φυσική επαφή: ζεστό βλέμμα, αγκαλιά
  • Χρήση του χιούμορ. Το χιούμορ φέρνει γέλιο που είναι το αντίδοτο   
  • στο θυμό.
  • Μετακίνηση του παιδιού εκτός του χώρου έντασης

Αντιμετώπιση της έντασης, του θυμού και των συγκρούσεων

Σε ότι αφορά στην αντιμετώπιση της έντασης, του θυμού και των συγκρούσεων, οι πιο κάτω είναι μερικές από τις ενδεικνυόμενες ενέργειες:

  1. Καθοδηγούμε το παιδί στη διόρθωση, στην αποκατάσταση και στην επανόρθωση της συμπεριφοράς μέσα από δομημένο τρόπο αντίδρασης όπου επιλέγουμε πώς θα μιλήσουμε, σε ποιο χρόνο και με ποιο τρόπο.  Αναγνωρίζουμε ότι δεν είναι όλες οι στιγμές κατάλληλες για να συζητήσουμε μαζί του και επιλέγουμε τη στιγμή, αφού δώσουμε την ευκαιρία αναστοχασμού και το εμπλέξουμε στη διαδικασία επίλυσης.  Με αυτό τον τρόπο, έχουμε ένα παιδί ενδυναμωμένο, με ανεπτυγμένη ικανότητα διαχείρισης της εσωτερικής έντασης και κριτική αντίληψη ότι το δίκαιο και το σωστό δεν είναι πάντα στη δική του πλευρά.
  2. Θυμόμαστε ότι δεν μπορούμε να ελέγξουμε τη συμπεριφορά ενός ατόμου ο οποίος ξεσπά με θυμό, έχουμε όμως έλεγχο στο πώς εμείς ανταποκρινόμαστε. Στο στάδιο μετά την ένταση τα συναισθήματα είναι ακόμη έντονα και η λογική δεν έχει αποκατασταθεί, για αυτό συνεχίζουμε να κάνουμε προσεκτική διαχείριση. Όση περισσότερη ένταση περιέχεται σε ένα ξέσπασμα, τόσο λιγότερη λογική επικρατεί. Αποφεύγουμε τη συζήτηση, την απειλή, την αναφορά σε συνέπειες, ή την ηθικοδιδασκαλία γιατί είναι πολύ πιθανό να προκαλέσουμε νέο ξέσπασμα θυμού και ανεξέλεγκτης αντίδρασης. Η επιβλητικότητα στη φωνή, στο ύφος καθώς και η στάση του σώματος παραπέμπουν σε επίθεση η οποία θα κλιμακώσει την ένταση.
  3. Σύμφωνα με σχετικές έρευνες, οι καλύτεροι τρόποι για να αντιμετωπίσουμε τις εντάσεις, είναι να παραμένουμε ψύχραιμοι. Όσο πιο ψύχραιμοι παραμείνουμε και δεν παρασυρθούμε σε ανταγωνισμό επίδειξης δύναμης με το παιδί, τόσο καλύτερα θα διαχειριστούμε το θυμό και την επιθετικότητά του. Παράλληλα θα διατηρήσουμε τον έλεγχο του εαυτού μας, της κατάστασης, και του αποτελέσματος.
  4. Είναι σημαντικό να νοιώσει το παιδί ότι το ακούμε και του δίνουμε προσοχή. Με αυτό τον τρόπο αισθάνεται ότι έχει έλεγχο. Η επικοινωνία σε αυτό το στάδιο είναι απλή, δεν ξεκινούμε ανάλυση, ούτε και επιμένουμε σε συζήτηση στο «εδώ και τώρα». Οι μεγάλες συζητήσεις γίνονται σε μεταγενέστερο στάδιο. Στόχος είναι να συνδέσουμε πιο συγκεκριμένα τις συμπεριφορές με τις συνέπειες, όταν η κατάσταση είναι πιο ήρεμη. Σε εκείνο το στάδιο, το παιδί αντιλαμβάνεται πολύ καλύτερα την ανάγκη του γονιού για οριοθέτηση. Επιπλέον είναι σημαντικό αυτός που θα επιβάλει την τιμωρία να λειτουργήσει με ψυχραιμία και λογική, αντί με συναισθηματισμό και παρόρμηση.
  5. Η ώρα για την πρώτη παρέμβαση χρειάζεται να γίνει αφού περάσουν 2 ώρες μετά τη λήξη του επεισοδίου. Την επόμενη μέρα αρχίζει η προετοιμασία για την παρέμβαση η οποία είναι προτιμότερο να διεξάγεται 1-2 μέρες μετά το επεισόδιο, αλλά όχι περισσότερο από 5 γιατί η μη διαχείριση αφήνει ανεπίλυτα ζητήματα, χωρίς κατάλληλη αγωγή.  Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος το παιδί να θεωρήσει ότι αδιαφορήσαμε
  6. Τρόπος Επίλυσης της Σύγκρουσης

– Ακούμε το παιδί προσεκτικά.  Δεν διακόπτουμε, δεν απαντούμε εμείς στη θέση του, δεν αμφισβητούμε αυτά που λέει, δεν κάνουμε υποθέσεις και δεν βγάζουμε αυθαίρετα συμπεράσματα.
– Εντοπίζουμε μαζί τι πυροδότησε την κατάσταση και πώς εξελίχθηκε η ένταση, με στόχο να το βοηθήσουμε να χαρτογραφήσει και να αντιληφθεί ψύχραιμα τα αίτια και τα υπέρ-κατά της συμπεριφοράς του. Χρησιμοποιούμε τις πιο κάτω ερωτήσεις:

  • «Πες μου τι έγινε;», «Τι σκεφτόσουν εκείνη την ώρα;»
  • «Ποια προβλήματα δημιουργήθηκαν εκείνη την ώρα;» «Μετά;»
  • «Πώς αισθάνθηκες εκείνη την ώρα;», «Πώς αισθάνεσαι τώρα;»
  • «Τι νομίζεις πρέπει να γίνει για να μην επαναληφθεί;»
  • Ή «Τι νομίζεις πρέπει να γίνει για να λυθεί το πρόβλημα;»
  • «Τι θα σε βοηθήσει να τα καταφέρεις;»
  • ή «Τι μπορώ να κάνω εγώ για να βοηθήσω;»
  • Αναπτύσσουμε μαζί το πλάνο διαχείρισης. Ελέγχουμε μαζί του την εφαρμογή και στην πορεία το επιβραβεύουμε με θετικά σχόλια για την τήρηση της συμφωνίας.

– Στην περίπτωση που η σύγκρουση είναι μεταξύ μας, απαντούμε στην κάθε ερώτηση μετά από το παιδί, για να εξηγήσουμε τη δική μας θέση και να βρούμε μαζί μια λύση από την οποία θα αισθανόμαστε και οι δυο κερδισμένοι.
– Όταν η σύγκρουση είναι μεταξύ του παιδιού και κάποιου άλλου, όπως τα αδέρφια του, τότε θα μεσολαβήσουμε με τον ίδιο τρόπο όπως πιο πάνω για να λυθεί το πρόβλημα.

Πηγή: www.paidiatros.com

Recommended Posts